όλαμος

όλαμος
ὄλαμος ή Fόλαμος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «διωγμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ουλαμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ουλαμός — ο (Α οὐλαμός και ὀλαμός) νεοελλ. 1. μικρό τμήμα στρατού, οργανικό ή μή 2. τμήμα ίλης ιππικού από δύο ομάδες μάχης ή τμήμα πυροβολαρχίας ή πολυβολαρχίας το οποίο αποτελείται από δύο στοιχεία και διοικείται από κατώτερο αξιωματικό, υπολοχαγό ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”